ἐναιωρημάτων

ἐναιωρημάτων
ἐναιώρημα
suspended matter
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Σβέντμπεργκ, Τέοντορ — (Svedberg). Σουηδός χημικός (Φλέραινγκ, κοντά στο Βάλμπο 1884 Στοκχόλμη 1971). Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα και δίδαξε σ’ αυτό χημεία για πολλά χρόνια. Με τις έρευνες του επί της συμπεριφοράς των κολλοειδών ουσιών πέτυχε να αποδείξει, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”